- μοναυλώ
- μοναυλῶ, -έω (Α) [μόναυλος]παίζω μονωδία με αυλό ή παίζω τον μόναυλο («ἀνὴρ Λίβυς ἐπιδεικνύμενος ὄρχησιν ἅμα καὶ μοναυλῶν θαύματος ἀξίως», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοναύλῳ — μόναυλος player on the single flute masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)